- φεουδαρχισμός
- ο феодализм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φεουδαρχισμός — ο, Ν η φεουδαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεουδάρχης / φεουδαρχία + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
φεουδαρχισμός — ο βλ. φεουδαλισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… … Dictionary of Greek
φεουδαρχικός — ή, ό, Ν [φεουδάρχης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φεουδαρχία ή στον φεουδάρχη 2. φρ. «φεουδαρχικό σύστημα» η φεουδαρχία, ο φεουδαρχισμός. επίρρ... φεουδαρχικώς και φεουδαρχικά Ν κατά το φεουδαρχικό σύστημα … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
φεουδαλισμός — φεουδαλισμός, ο και φεουδαρχισμός, ο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα που κατανέμει τις εκτάσεις μιας χώρας σε φέουδα (βλ. λ.), σε τιμάρια (σε αντίθεση με τον αστισμό και τον κομουνισμό), ο τιμαριωτισμός, η φεουδαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεουδαρχία — η κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό καθεστώς που επικράτησε το μεσαίωνα στη Δύση και διαιρούσε τη διοίκηση σε φέουδα, ο φεουδαρχισμός, ο τιμαριωτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)